Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΓΧΟΥΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥΣ


Μαριάννα Α. Γλιαρμή
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
MΑ Κλινική - Συμβουλευτική Ψυχολογία
BTEC – 5 Managing Students with Different Educational Needs in an Inclusive Environment-
NEW YORK COLLEGE

gliarmi@hotmail.com


Ο φόβος και το άγχος είναι κοινά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Η δυσκολία έγκειται στο να διακρίνουμε πότε το άγχος είναι φυσιολογικό και πότε γίνεται παθολογικό. Αυτή η διάκριση είναι ακόμη πιο δύσκολη στα παιδιά. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε ποιοι είναι οι φυσιολογικοί φόβοι και τα άγχη σε κάθε αναπτυξιακό στάδιο, ώστε να μπορούμε να εξακριβώσουμε εάν ένα παιδί πάσχει από κάποια σχετική διαταραχή.
Μπορούμε, αν ανατρέξουμε στα παιδικά μας χρόνια, να θυμηθούμε το σφίξιμο στο στομάχι πριν από ένα διαγώνισμα ή το αίσθημα της καταστροφής εάν κάναμε μια σκανταλιά…Τα παιδιά που αντιμετωπίζουν κάποια διαταραχή άγχους, αισθάνονται το ίδιο συναίσθημα στο πολλαπλάσιο!!!
Καθώς μεγαλώνουν όμως, αποκτούν εμπειρίες και αυξάνουν τις γνωστικές τους ικανότητες, επομένως οι φόβοι και οι ανησυχίες τους αλλάζουν.
Ας δούμε πιο συγκεκριμένα, τα βρέφη τείνουν να φοβούνται τους άγνωστους ανθρώπους, τους δυνατούς θορύβους και τα απρόσμενα αντικείμενα, τα παιδιά φοβούνται τον αποχωρισμό από τους γονείς τους, τα ζώα, τους δυνατούς θορύβους, το σκοτάδι και την τουαλέτα. Ειδικότερα, μεταξύ τεσσάρων και έξι χρονών, οι κυρίαρχοι φόβοι τους περιλαμβάνουν απαγωγείς, κλέφτες, φαντάσματα και τέρατα. Στα έξι τους χρόνια φοβούνται τον σωματικό τραυματισμό, το θάνατο και την αποτυχία της ανάπτυξης τους. Οι τελευταίοι φόβοι μπορεί να διαρκέσουν μέχρι και την πρώιμη εφηβεία. Στα δέκα με έντεκα, οι φόβοι τους σχετίζονται με την κοινωνική σύγκριση, την εξωτερική τους εμφάνιση, την προσωπική επαφή και τις σχολικές επιδόσεις. Όλοι αυτοί οι φόβοι και οι ανησυχίες είναι πιθανό να παρεμβαίνουν μέχρι την ενήλικη ζωή τους και εάν δεν αντιμετωπιστούν καταλλήλως σε μικρή ηλικία, είναι πιθανό να αποτελέσουν την ρίζα πολλών προβλημάτων που θα εμφανιστούν στο μέλλον τους.
Το άγχος όμως  βιώνεται με τον ίδιο τρόπο από όλους όσους πλήττει;
Η απάντηση είναι όχι. Υπάρχουν πολλοί τύποι διαταραχών άγχους και ο καθένας από αυτούς ορίζεται από διαφορετικά συμπτώματα. Αυτό είναι κοινό σε όλες τις ηλικίες συμπεριλαμβανομένης της παιδικής και εφηβικής.
Οι βασικοί τύποι διαταραχών του άγχους, βάση του DSM-IV (διαγνωστικό εγχειρίδιο των ψυχικών διαταραχών), είναι οι ακόλουθοι:
·         Διαταραχή Άγχους Αποχωρισμού
·         Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή
·         Ειδική Φοβία
·         Κοινωνική Φοβία
·         Κρίσεις Πανικού
·         Αγοραφοβία
·         Ψυχαναγκαστική Καταναγκαστική Διαταραχή
·         Διαταραχή μετά από Ψυχοτραυματικό Στρες

Ας δούμε όμως, πέρα από τους ορισμούς, ποια είναι τα σημάδια που θα πρέπει να μας ανησυχήσουν αν τα παρατηρήσουμε σε ένα παιδί ή έναν έφηβο και υποδεικνύουν ότι βιώνουν έντονο άγχος που μπορεί να ξεπερνά τα όρια του φυσιολογικού (συμπτώματα):
·         Μη ρεαλιστικές και υπερβολικές ανησυχίες.
·         Διαρκής ανάγκη για επιβεβαίωση.
·         Υπερβολική ανησυχία για καταστάσεις του παρελθόντος ή του μέλλοντος
·         Παράπονα χωρίς κάποια φυσική αιτία
·         Νευρικότητα ή το αίσθημα ότι “είναι στα καρφιά”
·         Κόπωση
·         Δυσκολία συγκέντρωσης
·         Ευερεθιστότητα
·         Αναστάτωση κατά τον αποχωρισμό από τους γονείς
·         Άρνηση να πάει στο σχολείο
·         Κρίσεις πανικού
·         Αποφυγή καταστάσεων
·         Αναστάτωση λόγω κοινωνικών συνθηκών
·         Φοβίες
·         Εμμονές και εξαναγκασμοί

Παράγοντες που επηρεάζουν τις διαταραχές άγχους σε παιδιά και εφήβους
Υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που συντελούν στη παρουσία ή όχι διαταραχών άγχους στα παιδιά και τους εφήβους. Ως παράγοντες κινδύνου χαρακτηρίζονται οι μεταβλητές, οι οποίες, εφόσον παρουσιαστούν, αυξάνουν την πιθανότητα ένα παιδί ή ένας έφηβος να αναπτύξει μια διαταραχή έναντι μιας άλλης. Προστατευτικοί παράγοντες είναι οι ακριβώς αντίθετοι. Αυτοί δηλαδή που βοηθούν, ενισχύουν ή μεταβάλλουν την αντίδραση του ατόμου έναντι συγκεκριμένων περιβαλλοντικών ερεθισμάτων.
Παράγοντες κινδύνου μπορούν να είναι οι ακόλουθοι:
Το φύλλο. Με εξαίρεση την Ψυχαναγκαστική Καταναγκαστική Διαταραχή και πιθανόν τις κοινωνικές φοβίες, οι γυναίκες έχουν διπλάσιο κίνδυνο για τις περισσότερες διαταραχές άγχους, σε σχέση με τους άνδρες. Ένα πλήθος παραγόντων που πιθανόν αυξάνουν το καταγεγραμμένο κίνδυνο στις γυναίκες, περιλαμβάνουν ορμονικούς παράγοντες, πιέσεις να ανταποκριθούν στις ανάγκες όλων και λιγότερους αυτοπεριορισμούς στο να αναφέρουν το άγχος στους γιατρούς.
Η ηλικία. Γενικότερα, οι φοβίες, η ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή και το άγχος του αποχωρισμού εμφανίζονται στη πρώιμη παιδική ηλικία του ατόμου, ενώ η κοινωνικές φοβίες και η διαταραχή πανικού εμφανίζονται κατά την εφηβεία.
Έρευνες αναφέρουν ότι το 3-5 % των παιδιών και των εφήβων έχουν κάποια διαταραχή άγχους.
Στην ουσία όμως, αυτό είναι πιθανό να είναι και μια λανθασμένη εκτίμηση, ειδικά εφόσον τα συμπτώματα στα παιδιά μπορεί να διαφέρουν από αυτά των ενηλίκων. Μια έρευνα αναφέρει ότι εάν αυτά τα παιδιά μπορούσαν να εντοπιστούν σε ηλικία 2 ετών θα ήταν πολύ πιο πιθανό να αντιμετωπιστούν και να αποφευχθούν μεταγενέστερες διαταραχές άγχους.
Η προσωπικότητα. Η προσωπικότητα κάθε παιδιού μπορεί να προοιωνίζει μεγαλύτερο ή μικρότερο κίνδυνο για μελλοντική εμφάνιση διαταραχών άγχους, επειδή τα παιδιά διαχειρίζονται διαφορετικά τα ερεθίσματα που λαμβάνουν.
Οικογενειακό ιστορικό και δυναμική στην οικογένεια. Οι διαταραχές άγχους επαναλαμβάνονται στις οικογένειες. Οι γενετικοί παράγοντες παίζουν ρόλο σε κάποιες περιπτώσεις, οι σημαντικότεροι παράγοντες όμως είναι συχνά οι δυναμικές μέσα σε μια οικογένεια και η ψυχολογική επιρροή. Τα παιδιά τείνουν να μιμούνται τις συμπεριφορές που βλέπουν στους γονείς τους και το κοντινό τους περιβάλλον, επομένως αν, για παράδειγμα, η μητέρα φοβάται έντονα τις κατσαρίδες, το παιδί βλέπει τη δυσαρέσκεια και το άγχος στις εκφράσεις της και λαμβάνει το μήνυμα ότι όντως το συγκεκριμένο ερέθισμα προκαλεί αρνητικά συναισθήματα.
Κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες. Το άγχος συνδέεται άμεσα με την έλλειψη κοινωνικών δεσμών και το αίσθημα εχθρότητας στο περιβάλλον.
Προστατευτικοί παράγοντες μπορούν να είναι οι ακόλουθοι:
Προσαρμοστικότητα: είναι η ικανότητα που μας βοηθά να αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις και να τις διαχειριζόμαστε αποτελεσματικά. Παράγοντες που ενισχύουν την προσαρμοστικότητα είναι οι ακόλουθοι: θετική και ενεργή στάση απέναντι στη ζωή, αρμονικό και σταθερό περιβάλλον με τους γονείς και τους οικείους ενήλικες. Όταν τα παιδιά υποστηρίζονται από τους γονείς και νιώθουν ασφάλεια, μαθαίνουν να είναι πιο ενεργητικά και επίμονα όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
Θετικές μελλοντικές προσδοκίες: η ύπαρξη τους είναι επίσης ένας πολύ σημαντικός μηχανισμός στην πρόληψη του άγχους. Τα παιδιά και οι έφηβοι μπορούν να τις αναπτύξουν έχοντας έναν ενήλικα, ο οποίος θα πιστεύει στις προσπάθειες και τις ικανότητες τους όταν παρουσιάζονται δύσκολες καταστάσεις.
Ικανότητα επίλυσης προβλημάτων: είναι πολύ χρήσιμη όταν το παιδί προσπαθεί να αναπτύξει το αίσθημα της αυτεπάρκειας (selfefficacy)*. Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους να αναπτύξουν αυτή την ικανότητα αλληλεπιδρώντας μαζί τους και εναθαρρύνοντάς τα να βρίσκουν ιδέες για πιθανές εκβάσεις ενός προβλήματος. Σαν αποτέλεσμα το παιδί μαθαίνει να βρίσκει λύσεις μόνο του και αποκτά την ικανότητα να χειρίζεται όποιες δύσκολες συνθήκες προκύψουν στη ζωή του.

Οι διαταραχές άγχους σε παιδιά και εφήβους, εάν δεν αντιμετωπιστούν, επιμένουν και οδηγούν σε ψυχολογικά προβλήματα στην ενήλικη ζωή. Μπορεί επίσης να είναι παράγοντες κινδύνου για τη ανάπτυξη παιδικής ψυχοπαθολογίας (συνοσυρότητα), όπως οι διαταραχές διάθεσης και τα προβλήματα συμπεριφοράς. Επιπλέον, το άγχος μπορεί να συσχετιστεί με πολλά κοινωνικά προβλήματα, όπως αρνητική αυτό-εικόνα, εξάρτηση από τους γονείς σε κοινωνικές καταστάσεις, μοναχικότητα και ανεπαρκής ικανότητα επίλυσης προβλημάτων.
Οι διαταραχές άγχους σε παιδιά και εφήβους μπορούν να αντιμετωπιστούν από ψυχολόγους και ψυχιάτρους με θετικά αποτελέσματα, χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές παρέμβασης. Ο σκοπός όμως δεν είναι η αντιμετώπιση αλλά η πρόληψη. 
Εάν βλέπετε ότι το παιδί ή ο μαθητής σας παρουσιάζει ανησυχητικά συμπτώματα που σχετίζονται με το άγχος, κινητοποιηθείτε, αφουγκραστείτε και μοιραστείτε μαζί του τις ανησυχίες του, όχι με τα αυτιά και τα μάτια του «μεγάλου» αλλά με αυτά που θα έχει ανάγκη το παιδί… Οι ανησυχίες μας σίγουρα δεν ταυτίζονται με αυτές των παιδιών μας. Εμείς, όμως, έχουμε την δυνατότητα της αναδρομής σε κάτι που ήδη έχουμε ζήσει, εκείνα δεν έχουν την δυνατότητα να προστρέξουν στο μέλλον, για να διαπιστώσουν πώς θα αντιλαμβάνονται τις καταστάσεις τότε…

* O Bandura όρισε την «αυτεπάρκεια» ως μια υποκειμενική εκτίμηση που κάνει το άτομο, όσον αφορά τη δυνατότητά του να οργανώσει και να εκτελέσει μια σειρά ενεργειών για την αποτελεσματική επίτευξη ενός έργου ή την αντιμετώπιση μιας κατάστασης. Αναφέρεται, με άλλα λόγια, στις πεποιθήσεις που έχουμε για το κατά πόσον θα μπορέσουμε να φέρουμε σε πέρας με επιτυχία μια δραστηριότητα ή να αντεπεξέλθουμε αποτελεσματικά στις απαιτήσεις ενός ρόλου ή μιας προβληματικής κατάστασης.
References
1.       Ann M. Kring, Gerald C. Davison, John M. Neale, Sheri L. Johnson, 2006, Abnormal Psychology, 10th edition.
2.       Mark Dadds, Anita Seinen, Janet Roth, Paul Harnett, 2000, Early intervention for anxiety disorders in children and adolescents.
3.       American Psychiatric Association, Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, 4th. Edition.
4.       Wikipedia, www.wikipedia.org