Θεοδώρα Παπαδοπούλου
Ο όρος ενσωμάτωση των «διαφορετικών» μαθητών στη γενική τάξη, πολλές φορές παραπέμπει αποκλειστικά στα προβλήματα μάθησης και τον τρόπο αντιμετώπισης τους έτσι ώστε όλα τα παιδιά να μπορούν να ωφελούνται από τη μαθησιακή διαδικασία. Μελετώντας όμως προσεχτικά την έννοια του όρου ενσωμάτωση, θα διαπιστώσουμε ότι στοχεύει και στην γενική αποδοχή και αρμονική συνύπαρξη παιδιών που δεν διαφέρουν μόνο ως προς το τρόπο που επεξεργάζονται και αναπαράγουν τις νέες πληροφορίες μέσα από τη διαφορετικότητα που τους προσδίδει η μαθησιακή δυσκολία που αντιμετωπίζουν, αλλά γίνονται και αποδέκτες μιας αρνητικής συμπεριφοράς κυρίως από τους ομολόγους τους που τείνουν να τους απομονώνουν και να τους απορρίπτουν.
Πόσο όμως «ανεκτικά» είναι τα παιδιά σήμερα απέναντι στη διαφορετικότητα; Πόσο εύκολα αποδέχονται κάποιον που διαφοροποιείται από τα όρια που έχει θέσει το κοινωνικό και οικογενειακό του περιβάλλον;
Η διαφορετικότητα ενεργοποιεί την περιέργεια η οποία είναι κινητήρια δύναμη για μάθηση και δημιουργία στην παιδική ηλικία. Το ερώτημα όμως παραμένει : Γιατί η περιέργεια αντικαθίσταται από την αποστροφή και το φόβο απέναντι στο διαφορετικό;
Για να γίνουμε πιο ανεκτικοί πρέπει πρώτα να ισχυροποιήσουμε την ικανότητα μας να αξιολογούμε σωστά τις δυνατότητες μας και να τις συγκρίνουμε με τις δυνατότητες των άλλων.
Πρέπει τα παιδιά να διδαχτούν το τρόπο να προσαρμόζονται σε όποια αλλαγή επιφέρει οφέλη και τους προσδίδει εμπειρία και γνώσεις. Τα παιδιά μαθαίνουν πολλά από την παρατήρηση και την ανταλλαγή πληροφοριών με τους ομολόγους τους που δεν υποχρεούνται να έχουν το ίδιο χρώμα, να κατάγονται από την ίδια χώρα και να έχουν τις ίδιες μαθησιακές ανάγκες με αυτούς. Τα παιδιά πρέπει να διδαχτούν ότι η ομοιομορφία δεν είναι ταυτόσημη έννοια του φυσιολογικού και η διαφορετικότητα του αφύσικου. Η μαγεία βρίσκεται στην ατομικότητα και την προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου.
Ας δούμε όμως τη διαφορετικότητα από μια άλλη οπτική γωνία. Ας δούμε πως επιδρά επάνω στην προσωπικότητα του ατόμου που βιώνει την απόρριψη και αναζητά την ενσωμάτωση του σε ένα περιβάλλον που πεισματικά αρνείται να του δώσει ρόλο και τον αφήνει στο περιθώριο.
Κάθε παιδί βιώνει καταστάσεις άγχους όταν πηγαίνει στο σχολείο. Ανησυχεί μπροστά στο καινούριο περιβάλλον, αγωνιά εάν θα καταφέρει να γίνει αποδεκτός μέσα σε νέες κοινωνικές ομάδες, επιθυμεί να ικανοποιήσει τις προσδοκίες των γονέων του και το πιο σημαντικό στοχεύει στο να δημιουργήσει ένα προφίλ που θα είναι αρεστό στους συμμαθητές και καθηγητές του ενισχύοντας με αυτό το τρόπο την αυτοεκτίμηση του.
Παράγοντες που σχετίζονται με τη προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου καθιστούν άλλα άτομα ανθεκτικότερα στο άγχος και τη διαχείριση του και άλλα αδύναμα και ανίσχυρα να διαχειριστούν καταστάσεις συναισθηματικής πειρατείας.
Ο μαθητής με μαθησιακές δυσκολίες είναι ένα άτομο με υψηλό κίνητρο επίτευξης που ξεκινά το σχολείο με μεγάλο ενθουσιασμό και υψηλές προσδοκίες. Οι δυσκολίες όμως που αντιμετωπίζει τον κάνουν να απογοητεύεται και να αναζητά άλλους τρόπους προκειμένου να κερδίσει τη προσοχή των άλλων. Προσπαθώντας να αποκτήσει ταυτότητα σε ένα αρνητικό σχολικό περιβάλλον που αυξάνει το άγχος και την αγωνία του, ο μαθητής με μαθησιακά προβλήματα γίνεται επιθετικός, αδιάφορος, εμφανίζει δευτερογενές σύνδρομο υπερκινητικότητας και σε ακραίες περιπτώσεις διακατέχεται από κρίσεις άγχους που εκδηλώνονται εντός και εκτός του σχολικού περιβάλλοντος. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συμπεριφορές που αναπτύσσονται δεν έχουν αποδέκτες μόνο τους συμμαθητές και τους καθηγητές του αλλά και τα μέλη της οικογένειας και του κοινωνικού περιβάλλοντος του.
Ο μαθητής με μαθησιακές δυσκολίες εκδηλώνει τη διαφορετικότητα του μέσα από τα πολλαπλά προβλήματα που γίνονται εμφανή στη τάξη. Μερικά από αυτά είναι η ανικανότητα να διαβάσει σωστά, να παράγει συγκροτημένο γραπτό ή/και προφορικό λόγο, παρουσιάζει ελλείμματα που αφορούν μνημονικές ικανότητες και δυσκολεύεται να συμμετάσχει σε ομαδικό παιχνίδι λόγω των περαιτέρω διευκρινίσεων που χρειάζεται προκειμένου να κατανοήσει τι πρέπει να κάνει. Και αυτή είναι μόνο η αρχή ενός φαύλου κύκλου που ακολουθεί το μαθητή με Μ.Δ σε όλη του τη σχολική ζωή εάν δεν υπάρξει εκπαιδευτική ή/και ψυχολογική υποστήριξη. Το παιδί αναπτύσσει κάποιες ικανότητες προκειμένου να είναι σε θέση να διαχειριστεί συγκεκριμένες καταστάσεις αλλά αδυνατεί να αποκτήσει ικανότητες που σχετίζονται με την καταγραφή και επεξεργασία νέων πληροφοριών, την ανταλλαγή σκέψεων και συναισθημάτων με τους ομολόγους του και την κοινωνική και ψυχολογική ωρίμανση που προσφέρει ένα υγιές και φιλόξενο σχολικό περιβάλλον.
Η ετικέτα του «τεμπέλη» και «αδιάφορου» μαθητή σε συνδυασμό με το καταιγισμό της σχολικής αποτυχίας που λαμβάνει, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας αδύναμης προσωπικότητας που συνήθως χρησιμοποιεί λεκτική ή φυσική βία προκειμένου να βάλει ένα τέλος σε ότι προκαλεί φόβο και πόνο. Η θέα του «λάθους» γίνεται ερέθισμα για την ανάσυρση από τη μνήμη ατελείωτων αρνητικών εμπειριών μάθησης μέσα από τις οποίες το παιδί στιγματίστηκε, εκτέθηκε στα μάτια των συμμαθητών του, έχασε την αυτοεκτίμηση του και αισθάνθηκε ανίσχυρο απέναντι στις αντιδράσεις των συμμαθητών του.
Τα παιδιά, ως συνέπεια, αναπτύσσουν ενοχικά συναισθήματα, τιμωρούν τους εαυτούς τους που δεν μπορούν να είναι όμοιοι με τους άλλους αρχίζοντας να σωματοποιούν τους φόβους τους και να εμφανίζουν προβλήματα όπως αδικαιολόγητες φοβίες, νυχτερινή ενούρηση, στομαχόπονους, πονοκεφάλους και πολλά άλλα προβλήματα που είναι απόρροια του άγχους που βιώνουν στη σχολική και όχι μόνο ζωή τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα παιδί που εκτίθεται συνεχώς σε καταστάσεις που του προσφέρουν άγχος και ανασφάλεια υπογραμμίζοντας τη διαφορετικότητα του, θα εξελιχθεί σε ένα αγχωτικό έφηβο που θα εκδηλώνει απλώς με διαφορετικό τρόπο την απογοήτευση του, την άρνηση για όλα αυτά που τον φοβίζουν και την εναντίωση του σε καταστάσεις που δεν μπορεί να διαχειριστεί με ένα γενικά αποδεκτό τρόπο.
Καταλήγοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι είναι χρέος όλων μας, εκπαιδευτικών, γονέων και ίσως ολόκληρου του εκπαιδευτικού και κοινωνικού συστήματος να διασφαλίσει όχι μόνο την απόκτηση σχολικών ικανοτήτων αλλά και την ομαλή ψυχο-συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών με διαφορετικότητα.
Ευτυχισμένα παιδιά είναι αυτά που εισπράττουν αγάπη και αποδοχή χωρίς όρους και περιορισμούς. Η ομορφιά βρίσκεται στη διαφορετικότητα. Αρκεί να είμαστε ικανοί να τη διαχειριστούμε. Σύμμαχος μας είναι η γνώση που πρέπει να έχει ο εκπαιδευτικός προκειμένου να συμβάλει στην επιτυχή ενσωμάτωση όλων των μαθητών του στη γενική τάξη και η αγάπη του για όλα τα παιδιά που τους αξίζουν ίσες ευκαιρίες στη μάθηση.